- τριταίος
- -α, -ο / τριταῑος, -αία -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -αίη, Αφρ. «τριταίος πυρετός» ή απλώς «ο τριταίος» — πυρετός που επανέρχεται κάθε τρίτη μέρα, με μεσοδιάστημα απυρεξίας 24 ωρών, χαρακτηριστικός για την ελονοσίααρχ.1. αυτός που γίνεται, διεξάγεται ή συμβαίνει την τρίτη μέρα (α. «τριταῑοι ἐγένοντο ἐν τῇ Ἀττικῇ», Ηρόδ.β. «τριταῑοι ἀφίκοντο ἐς Γίγωνον», Θουκ.)2. ο πριν από τρεις ημέρες («ἐσβεβληκὼς... τριταῑος ἐς Μηλιέας», Ηρόδ.)3. ο μετά από τρεις ημέρες («σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῑον ἄνεμον ἔμαθον», Πίνδ.)4. αυτός που διαρκεί τρεις ημέρες («τριταίαν κηρύσσειν θυσίαν», Ευρ.)5. ο τριών ημερών («περιμένειν ἐξ ἀγορᾱς ἰχθύδια τριταῑα», Αριστοφ.)6. τρίτος («τριταῑον φέγγος», Ευρ.)7. το θηλ. ως ουσ. ἡ τριταίηη τρίτη ημέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + κατάλ. -αῖος*].
Dictionary of Greek. 2013.